- κυνόδηκτος
- ος , ον укушенный собакой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνόδηκτος — caused by a dog s bite masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek
κυνόδηκτον — κυνόδηκτος caused by a dog s bite masc/fem acc sg κυνόδηκτος caused by a dog s bite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοδήκτοις — κυνόδηκτος caused by a dog s bite masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοδήκτου — κυνόδηκτος caused by a dog s bite masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοδήκτους — κυνόδηκτος caused by a dog s bite masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοδήκτων — κυνόδηκτος caused by a dog s bite masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόδηκτα — κυνόδηκτος caused by a dog s bite neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek